- πολύφραστος
- -ον, Α1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, περιλάλητος2. πολύ φρόνιμος και συνετός, πολυφραδής («πολύφραστοι ἵπποι», Παρμ.)3. αυτός που έχει επινοηθεί με επιδέξιο τρόπο, πανούργος («πολύφραστοι δόλοι», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -φραστος (< φράζω / φράζομαι «μιλώ, διανοούμαι»), πρβλ. απερί-φραστος, κακό-φραστος].
Dictionary of Greek. 2013.